φουκαριάρης

φουκαριάρης
α, ικο . φουκαριάρηςικος, η , ο
1) бедный, неимущий; 2) бедный, несчастный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φουκαριάρης" в других словарях:

  • φουκαριάρης, -α, -ικο — και φουκαριάρικος, η, ο επίρρ. α ο φουκαράς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουκαριάρης — α, ικο, Ν φουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • φουκαράς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. φτωχός. 2. δυστυχισμένος, άθλιος, ταλαίπωρος, κακομοίρης, φουκαριάρης: Βρε το φουκαρά, τι έπαθε πάλι στα καλά καθούμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»